- παντόπτας
- παντ-όπτας, der alles sieht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντόπτας — παντόπτᾱς , παντόπτης masc acc pl (doric) παντόπτᾱς , παντόπτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντόπτης — και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. παν όπτης] … Dictionary of Greek